- λούστης
- λούστης, ὁ (Α)1. πτηνό που συνηθίζει να πλένεται συχνά2. υπάλληλος δημόσιων λουτρών.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λουσ- (πρβλ. λούσ-ω, μέλλ. τού λούω) + κατάλ. -της].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λούστης — one fond of bathing masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λοῦσται — λούστης one fond of bathing masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λούστας — λούστᾱς , λούστης one fond of bathing masc acc pl λούστᾱς , λούστης one fond of bathing masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λούζω — και λούω και λούνω (AM λούω, Α και λοέω και λόω και λουέω, Μ και λούζω και λούγω και λούνω) 1. πλένω το σώμα ή μέρος τού σώματος, κυρίως το κεφάλι, κάποιου (α. «το καλοκαίρι λούζομαι σχεδόν κάθε μέρα» β. «αὐτόχειρ ὑμᾱς ἐγὼ ἔλουσα κἀκόσμησα», Σοφ … Dictionary of Greek